ακαλπονόθευτος

ακαλπονόθευτος
-η, -ο [καλπονοθεύω]
1. (κυρίως για εκλογή) που δεν έχει καλπονοθευτεί, όταν δεν έχει αλλοιωθεί το αποτέλεσμα με νοθείες στην ψηφοδόχο
2. (γενικά) αυτός που έγινε χωρίς δόλο και απάτη, ανόθευτος, γνήσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακαλπονόθευτος — η, ο αυτός που έγινε χωρίς νοθεία, χωρίς απάτη: Πολύ λίγες εκλογές υπήρξαν ακαλπονόθευτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”